καλαμηδόν

καλαμηδόν
κᾰλᾰμ-ηδόν, Adv.
A like a broken reed, of a kind of fracture, Sor.Fract.10, Paul.Aeg.6.89.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλαμηδόν — (AM) επίρρ. ιατρ. (για ένα είδος κατάγματος) σαν σπασμένο καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + επίρρ. κατάλ. ηδόν*] …   Dictionary of Greek

  • καλαμηδόν — like a broken reed indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”